Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαδιδωμι
διαδίδωμι
δια-δίδωμι
; 1) раздавать, распределять
ex. (τί τισιν Xen., Plat., Dem., Polyb., Plut.)
κόρας δ. Eur. — глядеть вокруг, озираться;
ἀλλήλοισι διαδόντες κόρας Eur. — обмениваясь или обменивающиеся взглядами
; 2) передавать
ex. (λαμπάδια ἀλλήλοις Plat.)
; 3) разносить, распространять
ex. (λόγον περί τινος Plut.; διαδεδόσθαι εἰς τὸ πᾶν σῶμα Arst.)
διαδοθείσης τῆς φήμης ἐν τῷ στρατοπέδῳ Polyb. — когда слух об этом разнесся по войску;
ὕδωρ διαδίδοται εἰς τέν γῆν Arst. — вода впитывается в землю
; 4) распространяться, проникать
ex. (τὸ πνεῦμα διαδίδωσιν εἰς τὰ κοῖλα μέρη τοῦ πλεύμονος Arst.)