Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνεκπεσσω
συνεκπέσσω
συν-εκπέσσω
атт. συνεκπέττω
; 1) помогать переваривать, давать образоваться
ex. (τὰ περιττώματα Arst.)
; 2) совместно смягчать, умерять
ex. (τὰς ἀπὸ τῆς γῆς ἀναθυμιάσεις Plut.)
; 3) облегчать
ex. (τὸ κραιπαλῶδες Plut.)