Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκπεμπω
ἐκπέμπω
ἐκ-πέμπω
; 1) высылать, посылать
ex. (δῶρά τινι Her.; ναῦς καὴ πεζὰς στρατιάς, πρέσβεις, ἐκπέμπεσθαι ἐς Μυτιλήνην Thuc.; ἀμφοτέρους ὑπάτους Plut.)
ἀποικίας ἐ. Plat. — отправлять переселенцев, т.е. создавать колонии
; 2) выделять, испускать
ex. (τὰ ζῷα ἐκπνέοντα ἐκπέμπει τὸ πνεῦμα Arst.)
λαμπρὸν ἐ. σέλας Aesch. — испускать яркий свет;
τὸ ὑγρὸν ἐ. Arst. — выделять влагу
; 3) отсылать, выводить, увозить
ex. (τινὰ νεῶν, κειμήλια ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, med. τινα δόμου θύραζε Hom.; τοὺς ἀχρείους Xen.; τοὺς παῖδας καὴ τὰς γυναῖκας ἐκ τῆς πόλεως Isocr.)
; 4) вызывать
ex. (τινὰ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν, med. τινα τῶν δωμάτων Soph.)
; 5) выносить
ex. (τὸν θανόντα δόμων Plut.)
; 6) вывозить, экспортировать
ex. (ὧν ἐπλεόναζον, med. τὰ πλεοναζοντα τῶν γιγνομένων Arst.)
; 7) удалять прочь, изгонять
ex. (τινὰ ἄτιμον, med. φυγάδας γῆς Soph.)
ἐ. γυναῖκα Her., Lys., Dem. — разводиться с женой
; 8) pass. умирать
ex. οὐ στενακτὸς οὐδ΄ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. — он скончался без стонов и страданий