Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εγκεραννυμι
ἐγκεράννυμι
ἐγ-κεράννῡμι
(fut. ἐγκεράσω с ᾰ) тж. med.
; 1) (в чём-л.) размешивать
ex. (οἶνον Hom.)
; 2) смешивать, примешивать, добавлять
ex. (τί τινι или τι εἴς τι, med. τι Plat.; στοιχεῖα ἐγκεκραμένα ἀλλήλοις Arst.; χρῶμα ἐγκεκραμένον Plut.)
; 3) med. устраивать, вызывать
ex. ἐγκερασάμενος πρήγματα μεγάλα Her. — подняв большую смуту