Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιθετος
ἐπίθετος
adj.=2 2
<adj. verb. к ἐπιτίθημι>
; 1) прибавленный, приложенный
ex. ὄνομα ἐπίθετον Plut. — эпитет, прозвище
; 2) присвоенный, захваченный
ex. (ἐξουσία Plut.)
; 3) привозной, заимствованный, иноземный
ex. (ἑορταί Isocr.; ἀγωνίσματα Plut.)
; 4) (благо)приобретенный
ex. (τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν κοιναί εἰσιν, αἱ δ΄ ἐπίθετοι Arst.)
ἐπίθετα τῇ φύσει κακά Men. — пороки приобретенные, а не врожденные
; 5) поддельный, искусственный
ex. (κόσμοι Plut.)