Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θυμιαμα
θυμίαμα
θῡμίᾱμα
ион. θυμίημα -ατος τό
; 1) благовоние для курений, фимиам
ex. (θυμιαμάτων καπνός Arph. и ὀσμαί Arst.)
πόλις θυμιαμάτων γέμει Soph. — город полон дымом жертвенных курений
; 2) благовоние для бальзамирования
ex. (τέν κοιλίην διηθέειν θυμιήμασι Her.)
; 3) культ. курение благовоний, каждение
ex. (ὥρα τοῦ θυμιάματος NT.)