Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καμπτηρ
καμπτήρ
-ῆρος ὁ
; 1) изгиб, поворот
ex. τὸν καμπτῆρα ἑκατέρωθεν ποιεῖσθαι Xen. — загнуть оба фланга (для охватывающего маневра)
; 2) конечный поворот (на ристалищах)
ex. (ἐπὴ τοῖς καμπτῆρσιν οἱ ἀντίπαλοι ἐκπνεύουσι καὴ ἐκλύονται Arst.)
κ. πύματος Anth. — исход жизни, последняя черта