Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιτονος
ἐπίτονος
ἐπί-τονος
I.
adj.=2 2
напряженный, сильный
ex. (ἐπίτασις τῆς βασάνου Diod.)
II.
ὁ
; 1) (sc. ἱμάς) бакштаг, оттяжка (снасть)
ex. (ἐ. βοὸς ῥινοῖο τετευχώς Hom.)
; 2) (sc. τένων) сухожилие Plat., Arst.