Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατειμι
κάτειμι
κάτ-ειμι
<εἶμι> (inf. κατιέναι, эп. 3 л. sing. aor. med. καταείσατο)
; 1) сходить, спускаться
ex. (Ἴδηθεν, ποταμόνδε, δόμον Ἄϊδος εἴσω и Ἄϊδόσδε Hom.; εἰς Ἅιδου δόμους Eur.)
; 2) приплывать, прибывать, причаливать
ex. (ἐς λιμένα ἡμέτερον Hom.)
; 3) падать, обрушиваться
ex. ὡς δ΄ ὁπότε ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ΄ ὄρεσφιν Hom. — словно река, стремительно свергающаяся с гор;
ἀνέμου κατιόντος μεγάλου Thuc. — так как подул сильный ветер;
ὀνείδεα κατιόντα τινί Her. — сыплющиеся на кого-л. оскорбления
; 4) приходить назад, возвращаться
ex. (ἀγρόθεν, εἰς ἄστυ Hom.; ἐκ τῶν Μήδων Her.)
οἱ φυγάδες κατῄεσαν Xen. — изгнанники вернулись