Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αναισιμοω
ἀναισιμόω
ἀν-αισῐμόω
(у)потреблять, расходовать, тратить
ex. (σῖτον, ἑκατὸν τάλαντα ἔς τι Her.)
ἀναισιμοῦνται ἡμέραι ἐνενήκοντα Her. — (на дорогу) требуется 90 дней;
ποῦ ταῦτα ἀναισιμοῦται ; Her. — куда это девается?