Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διφρος
δίφρος
δί-φρος
ὁ <δίς + φέρω>
; 1) колесница, преимущ. боевая ex. (ἂν δ΄ ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.), реже дорожная
ex. (εἰ δ΄ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δ. τε καὴ ἵπποι Hom.; ἁρμάτειος δ. Xen.)
иногда pl. (ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; δίφροι Ἡλίου Eur.)
; 2) седалище, сиденье, кресло
ex. (δίφρῳ ἐφέζεσθαι Hom.: κλιντῆρες καὴ δίφροι καὴ τράπεζαι Plut.)
; 3) (в Риме, лат. sella curulis) курульное кресло
ex. (ὁ ἐλεφάντινος δ. Polyb.)