Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκστασις
ἔκστασις
ἔκ-στᾰσις
-εως ἡ
; 1) смещение, перемещение
ex. (πᾶσα κίνησις ἔ. ἐστι τοῦ κινουμένου Arst.)
ἡ ἔ. εἰς τἀντικείμενα Arst. — расхождение в разные стороны
; 2) отход в сторону, подобострастное исчезновение
ex. (προσκυνήσεις καὴ ἐκστάσεις Arst.)
; 3) уход, уменьшение, убыль
ex. (αἱ κακίαι ἐκστάσεις εἰσίν Arst.; θερμότητος Plut.)
; 4) исступление
ex. ἡ μανικέ ἔ. Arst. и ἔ. τῶν λογισμῶν Plut. — помешательство;
ἡ περὴ τὰ ἀφροδίσια ἔ. Arst. — любовная возбужденность
; 5) восторг, экстаз
ex. (ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ NT.)