Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
βλαστανω
βλαστάνω
(fut. βλαστήσω, aor. 1 ἐβλάστησα, aor. 2 ἔβλαστον, pf. βεβλάστηκα и ἐβλάστηκα)
; 1) произрастать, прозябать
ex. (φύτευμα βλαστόν Soph.; δένδρεα ἐβλάστησε Emped. ap. Arst.)
τὰ πρότερον τετμημένα καὴ εἴ τι ἐβεβλαστήκει Thuc. — то, что прежде было срублено и что уже успело вырасти
; 2) возникать, рождаться, происходить
ex. (ἐκ τινος Pind., Aesch., Eur., Plut. и ἀπό τινος Aesch.)
βλαστοῦσ΄ ὅπως ἔβλαστε Soph. — такая, какой она родилась;
ὅστις ἀνθρώπου φύσιν βλαστών Soph. — всякий, кто родился человеком