Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εντικτω
ἐντίκτω
ἐν-τίκτω
(fut. ἐντέξομαι) (в чём-л.)
; 1) рождать
ex. (κόρον δόμοις τοῖσδε Eur.; ἐν τῇ νήσῳ Thuc.)
; 2) класть, откладывать, сносить
ex. (ᾠὰ ἐς τέν ἰλύν Her.; τὰ σκωλήκια Arst.; ὄφεις ἐντεκοντες ᾠά Plut.)
; 3) порождать, вызывать
ex. (τὸ κακοῦργον ἔν τινι Eur.; νόσους τῷ σώματι Plat.; τέτανόν τισι Arph.: πάθη ταῖς ψυχαῖς Plut.)
; 4) внушать
ex. (πονηρίας εὐχέρειαν τοῖς νέοις Plat.; δόξας τινί Polyb.)
; 5) зарождаться
ex. νόσος ἐν τῇ πόλει ἐντετοκυῖα Arph. — укоренившаяся в городе болезнь