Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διφθερα
διφθέρα
ион. διφθέρη ἡ
; 1) (снятая и выделанная) кожа
ex. (διφθέραι αἰγέαι καὴ ὀϊέαι Her.; δέρρεις καὴ διφθέραι Thuc.)
; 2) шкура
ex. διφθέραν ἐνημμένος Arph. — одетый в (звериную) шкуру
; 3) досл. кожа для письма, пергамент, перен. летопись, сочинение, книга
ex. (οἱ Ἴωνες τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι Her.; αἱ διφθέραι, ἐν αἷς οἱ Πέρσαι τὰς παλαιὰς πράξεις εἶχον συντεταγμένας Diod.)
; 4) перен. доска, таблица
ex. (ἐν διφθέραις χαλκαῖς γράψαι τι Plut.)
; 5) кожаный навес или шатер
ex. (διφθέρας ἔχειν στεγάσματα Xen.)
; 6) кожаный мешок
ex. (λίθων μεσταὴ αἱ διφθέραι Xen.; ἀναπτύσσειν τέν διφθέραν Plut.)