Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω

δυναμις

δύναμις

δύνᾰμις
-εως, ион. ιος (ῠ)
; 1) сила, мощь
           ex. (αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat. и σωματικέ δ. Polyb.; τοῦ θερμοῦ, τοῦ κινοῦντος δ. Arst.)
ὅση δ. πάρεστιν или οἵη ἐμέ δ. καὴ χεῖρες ἕπονται Hom. — насколько хватит (моих) сил;
νόμος ἀναγκαστικέν ἔχει δύναμιν Arst. — закон имеет принудительную силу;
τῶν λόγων δ. Arst. и τῶν λεγόντων δ. Dem. — сила красноречия
; 2) могущество, власть
           ex. (θεῶν Eur.; κατὰ θάλατταν Arst.)
δυνάμει προύχοντες Thuc. — превосходящие по силам;
ἡγεμονικέ δ. Polyb. — авторитет полководца
; 3) способность, возможность
           ex. (τῆς ὄψεως, τοῦ φθέγγεσθαι Arst.)
κατὰ, πρὸς и εἲς δύναμιν Plat. — по (в меру) возможности, насколько возможно;
παρὰ δύναμιν Thuc. и ὑπὲρ δύναμιν Dem. — сверх возможного
; 4) свойство
           ex. (τῶν φυομένων ἐκ τῆς γῆς αἱ δυνάμεις Xen.)
τῆς γῆς δ. Xen. — плодородие почвы
; 5) филос. возможность, потенция
           ex. τὸ δυνάμει (или κατὰ δύναμιν) ὄν, ἐντελεχείᾳ (или ἐνεργείᾳ) μέ ὄν Arst. — существующее потенциально, но не в действительности
; 6) вооруженные силы, войска
           ex. (δ. καὴ πεζέ καὴ ἱππικέ καί ναυτική Xen.; αἱ τῶν Καρχηδονίων δυνάμεις Polyb.)
; 7) ценность, стоимость
           ex. (χρημάτων Thuc.; τοῦ νομίσματος Plut.)
; 8) значение, смысл
           ex. (ὀνομάτων Plat., Lys.; τέν αὐτέν δύναμιν ἔχειν Lys., Dem.; οὐκ εἰδότες τίνα δύναμιν ἔχει τοῦτο Polyb.)
; 9) средство, снадобье
           ex. (τὰς τριχὰς δυνάμεσί τισι ποιῆσαι πολιάς Diod.; κόκκοι τινὲς καὴ δυνάμεις ἄλλαι Plut.)
; 10) мат. степень, преимущ. квадратная Plat., Arst.
; 11) мат. сторона квадрата Plat.