Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κρυσταλλος
κρύσταλλος
ὁ, иногда Anth. ἡ
; 1) лед
ex. (κ. ὕδωρ πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὴ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.)
κ. ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Thuc. — лед был непрочен
; 2) горный хрусталь, кристалл
ex. (λαμπρὸς ὡς κ. NT.)
; 3) хрустальный сосуд
ex. (χιονέη Anth.)