Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποπιμπλημι
ἀποπίμπλημι
ἀπο-πίμπλημι
; 1) пополнять
ex. ἀ. τὰς τετρακοσίας μυριάδας Her. — округлять до 4 миллионов
; 2) приводить в исполнение, исполнять
ex. (χρησμόν Her.)
; 3) утолять
ex. (τὸ διψῶδές τινος Plut.; θυμόν Her., Plut.; τὸ θυμούμενον Thuc.)
; 4) удовлетворять
ex. (τὰς ἐπιθυμίας Plat.)