Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θηρευω
θηρεύω
реже med.
; 1) охотиться, ловить
ex. (ὄρνιθας ἀγρίας Plat.; τοὺς ἰχθῦς Arst.)
ἡ κρήνη, ἐφ΄ ᾗ λέγεται Μίδας τὸν Σάτυρον θηρεῦσαι Xen. — источник, в котором Мидас, говорят, поймал сатира
; 2) ловить, хватать
ex. (ἀνθρώπους ἐπὴ θυσίαν Arst.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος NT.)
; 3) стремиться, добиваться, искать
ex. (γάμους Aesch.; ἀρετάν Eur.; φιλίαν Xen.; ἡδονάς Isocr.; ἐπιστήμην Plat.; κέρδος Arst.)
θ. ὀνόματα Plat. — гоняться за словами
; 4) разыскивать, исследовать
ex. (τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Arst.; χρόνον γενέσεως Plut.)
; 5) попадать, поражать
ex. (βέλος θήρευσέ τινα Pind.)