Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επιτερπης
ἐπιτερπής
ἐπι-τερπής
adj.=2 2
; 1) приятный, прелестный
ex. (αἱ τῶν πεπραγμένων μνῆμαι Arst.; βίος Plut.)
ἐ. ἰδεῖν Plut. — приятный на вид
; 2) преданный наслаждениям
ex. (χλιδανὸς καὴ ἐ. Plut.)