Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ανεγειρω
ἀνεγείρω
ἀν-εγείρω
; 1) пробуждать, будить
ex. (τινὰ ἐξ ὕπνου Hom.; μναμοσύναν Pind.)
περίφοβος ἀνηγέρθη Xen. — он в страхе проснулся
; 2) подбодрять, возбуждать ex. (ἑταίρους ἐπέεσσι Hom.; κῶμον Pind.); горячить
ex. (ἵππον Xen.)
; 3) начинать, запевать
ex. (μολπήν Arph.)
; 4) воздвигать, возводить
ex. (δώματα Anth.)