Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσεπιτεινω
προσεπιτείνω
προσ-επιτείνω
; 1) досл. (все) больше напрягать, перен. повышать, усиливать
ex. (τὰ ἐν ταῖς συνθήκας Polyb.; τὸ δίψος Plut.)
; 2) суровее обращаться, притеснять
ex. (τινά Polyb.)