Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταβιαζομαι
καταβιάζομαι
κατα-βιάζομαι
; 1) med. подчинять себе, покорять
ex. (τινα παρὰ γνώμην Thuc.; δυνάμει καὴ χάριτι τέν δόξαν Plut.)
ὁμολογεῖν μέ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Plut. — (стоики), извращающие несовместимые (с их системой) явления
; 2) pass. быть принуждаемым
ex. (ὑπό τινος Plut.)