Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρακαθιζω
παρακαθίζω
παρα-καθίζω (fut. παρακαθιζήσω - атт. παρακαθιῶ; med.: fut. παρακαθίσομαι, παρακαθιοῦμαι и παρακαθιζήσομαι, aor. παρεκαθισάμην)
; 1) тж. med. сажать рядом, размещать возле (τι χαμαί Plat.);
; 2) med. сидеть (παρὰ τοὺς πόδας τινός Plut.);
; 3) тж. med.-pass. садиться рядом (παρὰ τοὺς πόδας τινός NT: med. τινι Arph.):
καθίσας αὐτὸν καὶ παρακαθισάμενος Xen. усадив его и усевшись рядом.