Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκκρινω
ἐκκρίνω
ἐκ-κρίνω
(ῑ)
; 1) выделять, отбирать, обособлять
ex. (ἑξακοσίους λογάδας τῶν ὁπλιτῶν Thuc.; ἐκεκριμένοι ἐκ παίδων Arst.)
; 2) выделять, отличать
ex. (ἀρετῇ πρῶτος ἐκκριθεὴς στρατεύματος Soph.)
; 3) исключать, изгонять, не допускать
ex. (ἐκκριθεὴς ἄτιμος Xen.; Ὀλυμπίασιν ἐκκριθῆναι Plut.)
; 4) физиол. выделять
ex. (τὸ σπέρμα καὴ τὸ περίττωμα Arst.)