Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ζωγρεω
ζωγρέω
I.
<ζωός + ἀγρέω>
; 1) брать живьем, захватывать в плен
ex. (πολλοὺς μὲν ἐφόνευσαν, πολλῷ δ΄ ἔτι πλεῦνας ἐζώγρησαν Her.; Κλεοπάτρα, ζωγρῇ Plut.)
ἀνθρώπους ζωγρῶν перен. NT. — ловец человеков
; 2) давать пощаду, даровать жизнь
ex. (μηδαμῇ μηδαμῶς ζ. Plat.)
ζωγρεῖτε, αὐτὰρ ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι Hom. — даруйте мне жизнь, и я дам выкуп
II.
<ζωός + ἐγείρω> возвращать к жизни, оживлять
ex. (κακῶς κεκαφηότα θυμόν Hom.)