Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επισχεσις
ἐπίσχεσις
ἐπί-σχεσις
-εως ἡ
; 1) задерживание, задержка, прекращение
ex. (γενέσεως Plat.; πνεύματος Arst.; πολέμου Plut.)
; 2) остановка, пребывание
ex. (ἐν τῇ Οἰνόῃ Thuc.)
; 3) сдержанность или воздержание
ex. (τῶν ἀδικημάτων Plut.)
οὔτις ἐ. ἀλλοτρίων χαρίσασθαι погов. Hom. — чужое добро раздается щедро