Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καυματιζω
καυματίζω
; 1) жечь
ex. (ἐν πυρί τινα NT.)
ἐκαυματίσθησαν καῦμα μέγα NT. — их жег сильный зной
; 2) pass. быть в жару
ex. καυματιζόμενοι καὴ πυρέττοντες Plut. — лихорадящие (больные)
; 3) pass. сгорать (от зноя), т.е. засыхать
ex. (ἡλίου ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, sc. τὸ σπέρμα NT.)