Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αντιπιπτω
ἀντιπίπτω
ἀντι-πίπτω
(fut. ἀντιπεσοῦμαι)
; 1) наталкиваться (на препятствие)
ex. (τὰ φερόμενα ὅταν ἀντιπέσῆ Arst.; τοῖς πολεμίοις и πρὸς τοὺς πολεμίους Polyb.)
; 2) служить препятствием, противиться
ex. (τινί Polyb.)
τῆς τύχης ἀντιπιπτούσης Polyb. — если судьба сложится неблагоприятно;
τὸ ἀντιπῖπτον Arst. — препятствие;
μηδὲν ἀντιπίπτει παρὰ τῶν ἱστορικῶν τοῖς τραγικοῖς Plut. — (в этом вопросе) нет противоречия между историками и трагиками