Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αορατος
ἀόρατος
ἀ-όρατος
adj.=2 2
; 1) невидимый, незримый Isocr., Plat.; незаметный
ex. (διὰ σμικρότητα Plat.; τινι Plut.)
; 2) невиданный
ex. (ἄγνωστοι καὴ ἀόρατοι τόποι Polyb.)
; 3) (никогда) не видевший, не знавший
ex. (παντὸς κακοῦ Polyb.)
; 4) перен. близорукий, ограниченный
ex. (δύναμις ἀνθρωπίνη Luc.)