Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξαπαταω
ἐξαπατάω
ἐξ-ᾰπᾰτάω
(fut. pass. ἐξαπατηθήσομαι и ἐξαπατήσομαι, ион. impf. iter. ἐξαπάτασκον)
; 1) редко med. кругом обманывать, жестоко надувать
ex. (τινά τι Arph., Xen., τινα ἐπί τινι Isocr., Arst., ὡς … Xen., Plat., τινά τινι Plut.)
; 2) успокаивать, облегчать
ex. (τέν νόσον Luc.)