Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαδικαζω
διαδικάζω
δια-δῐκάζω
; 1) разбирать, судить, решать
ex. (κρίσεις Plat.; ἀμφισβητήσεις Arst.)
δ. τινός Xen. — судить за что-л.
; 2) присуждать
ex. μέχρι ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος κύριοι διαδικάζοντες Plat. — уполномоченные присуждать к штрафу до ста драхм;
οἱ διαδικασάμενοι Plat. — осужденные
; 3) med. судиться
ex. (περὴ τῶν ἀμφισβητουμένων Plat.; ὑπὲρ σύλων Arst.)
ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαί τι Dem. — обсудить что-л. в кругу друзей;
διαδικασθῆναι (pass. = med.) πρός τινα περὴ τοῦ χωρίου Diog.L. — оспаривать у кого-л. землю