Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πειναω
πεινάω
πεινάω (praes.: πεινῶ, πεινῇς, πεινῇ - 3 л. pl. πεινῶσι и дор. πεινῶντι; impf. ἐπείνων, fut. πεινήσω, aor. ἐπείνησα - поздн. ἐπείνᾱσα, pf. πεπείνηκα; inf. πεινῆν - эп. πεινήμεναι; dat. part. πεινῶντι - дор. πεινᾶντι)
; 1) голодать, быть голодным (κακῶς Her.):
ὣς λέοντε πεινάοντε Hom. словно два томимых голодом льва;
; 2) алкать, жаждать, страстно хотеть (πεινήμεναι σίτου Hom.; πεινῆν χρημάτων Xen.; πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην NT):
μάλα π. συμμάχων Xen. крайне нуждаться в союзниках.