Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταιρω
καταίρω
κατ-αίρω
I.
(fut. κατᾰρῶ, aor. 1 κατῆρα, part. aor. κατάρας)
; 1) приходить, прибывать ex. (εἰς τὰς Ἀθήνας Plat.; ἐπὴ τόπον τινά Polyb., Plut.; εἰς οἰκίαν τινά Plut.); (о корабле) прибывать, приставать, причаливать
ex. (ἐς τέν Καῦνον Thuc.; εἰς Κόρινθον, ἐπὴ τέν νῇσον Polyb.)
; 2) спрыгивать, соскакивать
ex. (ἀπ΄ ὄχθων Xen.)
; 3) слетаться, налетать
ex. (κατῆραν ἐς τὰ βιβλία, sc. ὄρνιθες Arph.)
II.
ион. = καθαίρω