Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
συνοικειοω
συνοικειόω
συν-οικειόω
; 1) сближать, связывать, роднить (τινά и τί τινι Polyb., Plut.):
κατὰ γένος συνοικειοῦσθαι Plut. находиться в родственной связи;
σ. ἑαυτόν τινι Plut. родниться с кем-л.;
; 2) приспособлять, приучать (τὰ σώματα ταῖς ὥραις Luc.).