Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
προσοικοδομεω
προσοικοδομέω
προσ-οικοδομέω
; 1) строить рядом, пристраивать
ex. (τεῖχος Thuc.)
τῷ βωμῷ μεῖζον μῆκος π. Thuc. — удлинять алтарь
; 2) присоединять
ex. (πάθη τῇ λύπῃ Plut.)
τὸ προσῳκοδομημένον ἐν τῇ σαρκί Arst. — элемент мышечной ткани