Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατατολμαω
κατατολμάω
κατα-τολμάω
храбро держаться, отваживаться вступить в бой, перен. посягать
ex. (τῶν πολεμίων Polyb.; βιάζεσθαι τέν ἐνάργειαν Diod.)
κ. τῆς κοινῆς πίστεως Sext. — осмеливаться выступить против общих верований;
κ. τοῦ καλῶς ἔχοντος Polyb. — позволять себе больше, чем следует