Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
ξυναγωγευς
ξυναγωγεύς
συν-ᾰγωγεύς
-έως ὁ
; 1) соединитель, объединитель
ex. (τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.)
; 2) собиратель, устроитель, тж. агитатор
ex. (συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; θιασάρχης καὴ ξ. Luc.)