Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
υφοραω
ὑφοράω
ὑφ-οράω
(fut. ὑπόψομαι, aor. 2 ὑπειδόμην) тж. med.
; 1) относиться с подозрением, глядеть с недоверием, подозревать
ex. (τινα Xen., Dem.)
ὑφορῶμενος ὑπό τινος Plut. — находящийся на подозрении у кого-л.
; 2) опасаться
ex. (τι Polyb.)
ὑφεωρᾶτο μέ πολυχρόνιον συμβῇ γενέσθαι τέν πολιορκίαν Polyb. — он опасался, что осада затянется