Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
καταινεω
καταινέω
κατ-αινέω
(fut. καταινέσω, aor. κατῄνεσα - дор. κατῄνησα)
; 1) одобрять, принимать, соглашаться
ex. (τι и ἐπί τινι Her.)
οὐ καταινέσαμεν, ἀλλ΄ ἀπεπαίμεθα Her. — мы не приняли (предложений персов), а отклонили (их)
; 2) давать слово, обещать
ex. κατῄνεσεν τάδ΄ ὅρκιος δράσειν ξένῳ Soph. — (Тесен) клятвенно обещал гостю (т.е. Эдипу) сделать это
; 3) обещать в жены
ex. (παῖδά τινι Eur.; Καιπίωνι τέν θυγατέρα Plut.)