Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εκκαθαιρω
ἐκκαθαίρω
ἐκ-κᾰθαίρω
(aor. ἐκκάθηρα)
; 1) очищать
ex. (οὐρούς Hom.; κοιλίην Her.; τέν χθόνα κνωδάλων βροτοφθόρων Aesch.; ἑαυτὸν ἀπό τινος NT.)
; 2) начищать до блеска
ex. (ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι Xen.)
; 3) тщательно чистить, отделывать
ex. (τινὰ ὥσπερ ἀνδριάντα Plat.)
; 4) вычищать, убирать
ex. (τὰ λυμαινόμενα θηρία Arst.; πηλόν Plut.)
; 5) перен. удалять, искоренять, изгонять
ex. (ὕβριν ἅπασαν Plut.)
; 6) выверять
ex. δαπάνης ἐκκαθᾶραι λογισμόν Plut. — проверить счет расходов