Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποτιλλω
ἀποτίλλω
ἀπο-τίλλω
(aor. ἀπέτῑλα)
; 1) выщипывать, выдергивать
ex. (τὰς τρίχας Her.; τὸ πτίλον Luc.)
; 2) ощипывать
ex. (τὰς κεφαλὰς ἀποτῖλαι Arph.)
σκάφιον ἀποτετιλμένος Arph. — остриженный наголо
; 3) очищать от чешуи (sc. ἰχθύν Arph.)