Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
διαζωννυμι
διαζώννυμι
δια-ζώννῡμι
; 1) перепоясывать, подпоясывать
ex. (διεζωσμένη τέν ἐσθῆτα, sc. γυνή Luc.)
διεζωσμένος Thuc. — с повязкой на бедрах;
διαζώννυσθαι ἀκινάκην Luc. — надевать пояс с акинаком (род кинжала)
; 2) опоясывать, окружать
ex. (φλὸξ διαζώσασα πανταχόθεν τέν πόλιν Plut.; ὁ ζῳοφόρος κύκλος διὰ τῶν τροπικῶν διέζωσται Arst.; ῥάχει δυσβάτῳ διεζῶσθαι Polyb.)
ἡ χώρα μέση διέζωσται ὄρεσιν Xen. — страна посредине пересечена горами