Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
παρηκω
παρήκω
παρ-ήκω
; 1) простираться, тянуться (παρὰ τὴν θάλασσαν Her.; π. πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ ποταμοῦ Thuc.);
; 2) достигать, доходить (πρὸς τὸ πλῆθός τινος Arst.):
εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου Plat. до настоящего момента;
; 3) выходить (ἔνδοθεν στέγης ἔξω π. Soph.);
; 4) проходить, миновать:
ὁ παρήκων χρόνος Arst. прошедшее время, прошлое.