Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εμπλεκω
ἐμπλέκω
ἐμ-πλέκω
; 1) сплетать
ex. (τὸν στέφανον εὐόδμοισι σελίνοις Theocr.)
εἰς τέν φιλίαν τινός ἐ. Polyb. — завязать дружбу с кем-л.;
перен. — сочинять, выдумывать (αἰνίγματα Aesch.);
pass. — сплетаться, перен. находиться в связи (γυναικί Polyb.)
; 2) вплетать, вставлять
ex. (τι Plat. и τι εἴς τι Arst.)
; 3) впутывать, запутывать
ex. (ἐς ἀρκυστάταν μηχανάν τινα Eur.)
χεῖρα ἐμπλέξας τινός Eur. — ухватившись за чью-л. руку
; 4) pass. запутываться
ex. (εἰς δίκτυον ἄτης Aesch.; πλεκταῖς ἐώραις Soph.; ἡνίαισιν Eur.; ἐν πυκνοῖς δεσμοῖσιν Arph.; перен.: ἐν τοσούτοις κακοῖς Isocr.; ἐν βιαίοις πόνοις Plat.)
ἐμπλέκεσθαι ἵπποις Plut. — цепляться за (ноги) лошадей;
ἐμπλεκόμενοι εἰς τὰ κατὰ τέν Σικελίαν Polyb. — впутавшись в сицилийские дела