Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
θυμιαω
θυμιάω
θῡμιάω
(ион. aor. ἐθῡμίησα)
; 1) (о благовониях и т.п.) кадить, жечь, курить
ex. (τέν στύρακα, τὸ λήδανον Her.; τοῦ λιβανωτοῦ Luc.)
τὸ σπέρμα τῆς καννάβιος θυμιῆται (ион. = θυμιᾶται) Her. (в скифских — банях) жгут конопляное семя;
τὰ θυμιώμενα Plat., Arst. — благовонные курения
; 2) pass. выделять ароматические испарения
ex. (οἶνος ὁ γλυκὺς θυμιᾶται Arst.)
; 3) pass. чадить
ex. (πιμελέ θυμιᾶται καὴ τήκεται Arst.)
; 4) окуривать
ex. θυμιώμεναι (sc. μέλισσαι) μάλιστα τὸ μέλι ἐσθίουσιν Arst. — окуриваемые пчелы особенно (жадно) едят мед.