Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
εξανευρισκω
ἐξανευρίσκω
ἐξ-ανευρίσκω
; 1) выискивать, отыскивать, находить ex. (ἐν τοῖς δριμυτάτοις ἄνθεσι τὸ λειότατον μέλι Plut.); aor. найти, обнаружить, открыть
ex. (ἐξανευρεῖν, sc. τὰ Θησέως ὀστᾶ Plut.)
; 2) изобретать
ex. οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν ; Soph. — что это ты выдумываешь?