Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αχρειοω
ἀχρειόω
ἀ-χρειόω
; 1) делать бесполезным или непригодным
ex. (τοὺς ἵππους Polyb.)
; 2) pass. становиться бесполезным ex. (τὸ πρακτικώτατον τῆς δυνάμεως ἠχρείωται διὰ τοὺς τόπους Polyb.); приходить в негодность
ex. (ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀχρειωθῆναι Polyb.)