Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
αποσκηπτω
ἀποσκήπτω
ἀπο-σκήπτω
; 1) метать сверху, бросать
ex. (βέλεα ἐς οἰκήματα Her.; τιμωρίαν Diod.)
; 2) обрушиваться, падать
ex. (ἀπέσκηψαν αἱ πληγαὴ εἰς τὰς χεῖρας Plut.)
ἀ. εἴς τινα Aeschin. — обрушивать свой гнев на кого-л.;
ἀποσκῆψαι ἐς φαῦλον Her. — ничем не кончиться, свестись к нулю