Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
δραπετευω
δραπετεύω
δρᾱπετεύω
; 1) бежать, убегать
ex. (τινά Plat., ἔκ τινος Plat., Luc., Plut. и παρά τινος Luc.)
τοῦ δ. δεσμοῖς ἀπείργειν Xen.
; 2) избегать, уклоняться
ex. (πολεμεῖν Xen.)
; 3) укрываться, прятаться
ex. (ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν Xen.)